- αδαηστί
- ἀδαηστί και ἀδαϊστὶ (Μ) [ἀδαής]χωρις πείρα, δίχως επίγνωση, ανεπίγνωστα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδαής — ές (Α ἀδαής) αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος αρχ. σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < ἀ στερητ. + ἐδάην, απρμφ.… … Dictionary of Greek